- ποινικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικόςο κρατούμενος στη φυλακή για ποινικό αδίκημα, σε αντιδιαστολή κυρίως προς τους πολιτικούς κρατουμένους4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ποινικάη επιστήμη τού ποινικού δικαίου5. φρ. α) «ποινική δικονομία»(νομ.) το σύνολο τών κανόνων, το ποινικό δικονομικό δίκαιο, βάσει τών οποίων απονέμεται η ποινική δικαιοσύνη από συγκεκριμένα όργανα και κατά σαφώς προσδιορισμένη διαδικασία, την ποινική δίκηβ) «ποινική ρήτρα» — συμβατική υπόσχεση τού οφειλέτη να καταβάλει στον δανειστή ποσό χρημάτων κυρίως, ή άλλο πράγμα, σε περίπτωση υπαιτιότητας για μη εκπλήρωση ή μη έγκαιρη ή μη προσήκουσα εκπλήρωση τής παροχήςγ) «ποινικό δίκαιοκλάδος τού δικαίου που ρυθμίζει την άσκηση τής ποινικής εξουσίας από την πολιτείαδ) «κοινό ποινικό δίκαιο» — το δίκαιο τού οποίου οι κανόνες εφαρμόζονται σε όλους όσοι υπάγονται στην ποινική εξουσία τής πολιτείαςε) «ιδιαίτερο ποινικό δίκαιο» — ποινικό δίκαιο που περιλαμβάνει κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένη κατηγορία προσώπων λόγω τής ιδιαίτερης ιδιότητας ή τών ιδιαίτερων συνθηκών υπό τις οποίες τελούν, λ.χ. Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικαςστ) «ποινική ευθύνη» — η ευθύνη που απορρέει από τη διάπραξη εγκλήματοςζ) «ποινικό μητρώο»i) υπηρεσία η οποία ασχολείται με την καταγραφή τής ποινικής βιογραφίας ημεδαπών αλλά και αλλοδαπών πολιτών και με τα δελτία στα οποία αναγράφονται τα σχετικά δεδομένα τής ποινικής βιογραφίαςii) το δελτίο ενός ατόμου που έχει καταχωριστεί στο μητρώο αυτόη) «ποινική δίωξη»(δικον.) η δίωξη την οποία ασκεί ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εν ονόματι τής πολιτείας ή ο δημόσιος κατήγορος στα πταισματοδικεία, αυτεπάγγελτα ή μετά από έγκληση, για κάθε αξιόποινη παράβαση, αλλ. ποινική αγωγήθ) «ποινική διαδικασία» — διαδικασία η οποία εκτείνεται από την τέλεση τής αξιόποινης πράξης μέχρι την επιβολή και την εκτέλεση τής καθορισμένης ποινής στον ένοχο και πραγματοποιείται από τα αρμόδια όργανα τής πολιτείαςι) «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας» — κώδικας ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 1951 και διαιρείται σε 11 βιβλία τα οποία αναφέρονται στην ποινική δικαιοδοσία γενικά, στα ποινικά δικαστήρια, στα σχετικά με την ποινική δίωξη, στις αρμοδιότητες τών ποινικών δικαστηρίων και αρχών, στα σχετικά με τις αποδείξεις, με τη δικαστική συνδρομή, τα ένδικα μέσα, το ποινικό μητρώο, στην ποινική διαδικασίαια) «ποινικός νόμος» — σύνολο κανόνων οι οποίοι ορίζουν τις αξιόποινες πράξεις, τα εγκλήματα και τις αντίστοιχες ποινέςιβ) «Ποινικός Κώδικας» — κώδικας ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 1951, αποτελείται από 474 άρθρα και διαιρείται σε δύο, κυρίως, βιβλία από τα οποία το πρώτο αναφέρεται στο γενικό μέρος, διαλαμβάνοντας τα σχετικά με τα χρονικά και τοπικά όρια τής ισχύος τών ποινικών νόμων, την έννοια τής αξιόποινης πράξης, τα σχετικά με την απόπειρα και τη συμμετοχή, τα μέτρα ασφαλείας, τη μεταχείριση ανήλικων εγκληματιών, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει τα διάφορα εγκλήματα, κακουργήματα, πλημμελήματα, πταίσματα, κατά κατηγορίες και καθορίζει την ποινή που αντιστοιχεί στο καθένα από αυτάιγ) «ποινική ψυχολογία» — επιστήμη που έχει ως αντικείμενο έρευνάς της την ενοχή και τον βαθμό ενοχής τού δράστη κάποιου εγκλήματος με βάση τον προηγούμενο βίο του.επίρρ...ποινικώς και -ά, Ναπό την άποψη τού ποινικού δικαίου, σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή. Το επίθ. ποινικός (νόμος, δίκαιο, ρήτρα κ.λπ.) μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.